- ἐπολιόρκησ'
- ἐπολιόρκησα , πολιορκέωbesiegeaor ind act 1st sgἐπολιόρκησε , πολιορκέωbesiegeaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.